Κάνω ένα είδος «θεάτρου τραγουδιών»
«Μετά τον Χρονοποιό, τον τελευταίο μου δίσκο στο έμπα του καινούριου αιώνα, άρχισε να μ’ αρέσει ιδιαιτέρως να φτιάχνω προγράμματα και να τα παρουσιάζω μόνος μου ή με φίλους ομοτέχνους. Και μάλιστα, απ’ τη στιγμή που σώπασε μέσα μου ο συνθέτης, άρχισα να τραγουδώ καλύτερα, γιατί πριν με ζάλιζε· μια «όχι έτσι», μια «όχι αλλιώς». Με ψάρωνε.
Κάνω ένα είδος θεάτρου τραγουδιών. Αυτό κάνω. Διαλέγω κάθε φορά τραγούδια ανάλογα με την εποχή και το κλίμα της. Τα βάζω σε μια σειρά, ώστε να δημιουργείται ένας κοινός τόπος του αισθήματος. Σαν έργο. Διακόπτω τη ροή με μια ξαφνική αφήγηση. Αρχίζει απότομα συνήθως, αλλά τελειώνει στην ίδια τονικότητα με το τραγούδι που ακολουθεί. Ομαλά. Και η ροή τραγουδιών ξαναρχίζει. Ετσι περίπου προχωράμε. Το πρόγραμμα τελειώνει υποχρεωτικά με τραγούδια κοινής συγκινήσεως. Ο κόσμος τραγουδάει μαζί μας και είμαστε όλοι σαν να κάναμε ένα ωραίο μπάνιο και να φύγαν από πάνω μας μικροκακίες, γκρίνιες, μικροπολιτικές και τσιγκουνιές, για να γυρίσουμε ανάλαφροι πια στα σπίτια μας».
(Από το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», εκδ. Πατάκη, 2025)
Μαθητής της Σχολής της Θεσσαλονίκης
«Είναι η μουσική ιδιοφυΐα του Μάνου Χατζιδάκι που μ’ έκανε να διαλέξω τον προσωπικό δρόμο και με βοήθησε να δω με καινούρια ματιά μια παράδοση αιώνων ελληνικής τραγουδοποιίας – από τα σωσμένα εκείνα μουσικά αποσπάσματα της αρχαιότητας μέχρι τα 9/8 του Τσιτσάνη. Αλλά είναι κι ένας άλλος, ένας Θεσσαλονικιός ποιητής, που χωρίς να το ξέρει, έγινε κι αυτός δάσκαλός μου… Ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Η χαμηλόφωνη και παθιασμένη ποίηση του Αλέξη στην εφηβεία μου και ο κύκλος της Διαγωνίου λίγο αργότερα, μου έμαθαν να διαβάζω Γιώργο Βαφόπουλο, Γιώργο Θέμελη, Ν. Γ. Πεντζίκη, Ζωή Καρέλλη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Γιώργο Ιωάννου και γενικά όλους εκείνους τους λογοτέχνες που αποτελούν τη λεγόμενη Σχολή της Θεσσαλονίκης, της οποίας θα ήθελα να λογαριάζομαι κι εγώ μαθητής. Θέλω να ανήκω σ’ αυτή τη Σχολή, όπου το περιεχόμενο είναι πάντα βιωματικό και ο τόνος πάντα εξομολογητικός. Αν το θέμα είναι σπουδαίο ή ταπεινό, γι’ αυτή τη Σχολή, δεν έχει σημασία. Ο Βαφόπουλος έλεγε “βάλτε στη μια μεριά της ζυγαριάς όλο το Αιγαίο, τον ήλιο και τα νησιά, εγώ θα τοποθετήσω στην άλλη, ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου”. Αυτή η Σχολή, ακόμη και όταν μιλάει για πολιτική, το κάνει απ’ τη μεριά της ήττας και όχι απ’ τη μεριά του έπους».
(Από την αντιφώνηση – ομιλία κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 24 Νοεμβρίου 2017)
Πρέπει να μπορείς να χάνεις λίγο απ’ το δίκιο σου
Δεν με ρωτήσατε ποτέ πώς τα κατάφερα πενήντα χρόνια με τη… μαγαζίλα και τους ανθρώπους της νύχτας. Οι μαγαζάτορες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν μανάβηδες, εργολάβοι, κάτι θηριώδεις προσωπικότητες, εντελώς άσχετοι. Τώρα πια, μπορεί οι δουλειές μου σαν τον «Μπάλλο», τη «Ρεζέρβα», τους «Αχαρνής» να θεωρούνται εμβληματικές, αλλά έχουμε ξεχάσει μέσα σε τι συνθήκες στήθηκαν αυτά τα έργα. Τους παρκαδόρους, το στριμωξίδι, τον καπνό. Τα πρώτα είκοσι χρόνια ούτε ηχητικά μηχανήματα της προκοπής δεν είχαμε.
Σας ρωτώ λοιπόν: πώς τα καταφέρατε;
Τα κατάφερα με ελιγμούς, υποχωρήσεις, βάζοντας νερό στο κρασί μου. Πρέπει να μπορείς να χάνεις λίγο απ’ το δίκιο σου αν θέλεις να φτάσεις κάπου. Αν δεν μπορείς, δεν γίνεται ούτε τέχνη ούτε κυβέρνηση ούτε δημοκρατία ούτε καν ανθρώπινη σχέση. Το ήξερα αυτό από μικρός, από την εποχή του «Φορτηγού».
Δεν φοβάστε τη νοσταλγία;
Οχι, γιατί η δική μου νοσταλγία δεν είναι ρομαντικής φύσεως. Ανακαλώ π.χ. μια ιστορία από την παιδική μου ηλικία των τριών – τεσσάρων ετών και τότε η μνήμη μου παίρνει φόρα και κατευθύνεται σε κάτι που υπάρχει πολύ πριν από την ιστορία και αυτό το κάτι έρχεται τώρα και τη φωτίζει. Καταγόμαστε από τόπους φωτός και εκεί οδεύουμε.
(Από συνέντευξη στον Δ. Δουλγερίδη για το πρόγραμμα που παρουσίαζε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων με τραγούδια της πρώτης περιόδου, «ΤΑ ΝΕΑ», 12 Οκτωβρίου 2015)
Είπαν γι’ αυτόν
Χρήστος Βακαλόπουλος
«Ρεμπέτικο, δημοτικό, ροκ»
«Το πλησίασμα του Διονύση Σαββόπουλου από το κοινό (και κυρίως από τη νεολαία) έγινε μέχρι σήμερα στο επίπεδο μιας αναγνώρισης του “αντιστάρ”. Του καλλιτέχνη δηλαδή που υιοθέτησε ένα ιδιαίτερο κανάλι επικοινωνίας, πέρα απ’ το οργανωμένο σύστημα της διαφήμισης, των “σκηνοθετημένων” τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών παρουσιάσεων. Σήμερα όμως, απαλλαγμένοι από τη μυθολογία του “αντισυμβατικού και παράξενου” δημιουργού, έχουμε τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε κριτικά τον Διονύση Σαββόπουλο. Θα πρέπει λοιπόν να πλησιάσουμε πρωταρχικά την ίδια τη μουσική του προσφορά των δέκα χρόνων. Να ανακαλύψουμε τη σύνθεσή του με το ρεμπέτικο, το δημοτικό, την παράδοση, αλλά και με το ροκ, την ποίηση του Ντίλαν. Η σύνθεση αυτή, που στηρίζεται στο ζωντάνεμα (και όχι στην αναπαράσταση) της παράδοσης και στο πάντρεμά της με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα στην πιο καθημερινή της μορφή, επιχειρεί τον προσδιορισμό των βιωμάτων μιας εποχής. Προσδιορισμό που μορφικά εκφράζεται με την αμεσότητα του “τραγουδιού”.
Το πλησίασμα όμως της μουσικής προσφοράς περνάει μέσα από την έκφραση των θέσεων του καλλιτέχνη. Θέσεων που αναγκαία επεκτείνονται στη δυνατότητα λειτουργίας παράλληλων κυκλωμάτων επικοινωνίας, στην αντίληψη για την επαναστατική τέχνη και στη σύνδεση του λαϊκού τραγουδιού με τα παραπάνω».
(Εισαγωγή στο «Ζωντάνεμα απολιθωμένων δομών», πλέον στην «Επαναστατική υφή της πραγματικότητας», εκδ. Εστία, 2005)
Δηµήτρης Καράµπελας
«Υπονόμευσε τη μυθολογία της αμφισβήτησης»
«Μετά τη ριζική ρήξη του “Φορτηγού”, τα τραγούδια του Σαββόπουλου, γνήσια τέκνα των επαναστατικών κινημάτων της δεκαετίας του 1960, βίωσαν τα πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά αδιέξοδα της εποχής τους σαν δικά τους κι αναζήτησαν, στους αντίποδες, έναν κόσμο αντιρομαντικό. Αντιπαρατέθηκαν σ’ όλες τις σύγχρονες μεταμορφώσεις της ρομαντικής ιδεολογίας και διεκδίκησαν μιαν ελευθερία που δεν εξαντλείται στον εαυτό της, αλλά ανοίγεται στο πνευματικό “άλλο” της. Υπονόμευσαν εκ των έσω και τη μυθολογία της αμφισβήτησης και της εξέγερσης – τη λατρεία του ενστίκτου και τη δραπέτευση απ’ την πραγματικότητα, τη γοητεία της αμφισημίας, του αβέβαιου και του ανολοκλήρωτου, αλλά και τον μαγνητισμό της παραίσθησης και του θανάτου – και κυρίως το πρότυπο του ρομαντικού ήρωα που κυριεύεται απ’ τον πόθο του απείρου και του απόλυτου και την απατηλή μεταφυσική του, τον χωρισμό ψυχής και σώματος, τη θεοποίηση των διχασμών του. Αρνήθηκαν την ψευδαίσθηση ότι η μουσική κι ο λόγος εμπεριέχουν τον σκοπό τους κι επιβάλλονται στην πραγματικότητα, γι’ αυτό και δεν στηρίζονται στην τεχνική, τη γνώση ή το ταλέντο, αλλά στη “χάρι” που δεν αναζητά απ’ τον τραγουδοποιό, αλλά από τους πραγματικούς δεσμούς του με τους άλλους, κι από ένα κομμάτι του εαυτού του που δεν του ανήκει».
(Από το «Διονύσης Σαββόπουλος», εκδ. Μεταίχμιο, β’ έκδοση αναθεωρημένη, 2025)
Αποχαιρετισμοί
Κωνσταντίνος Τασούλας
Πρόεδρος της Δημοκρατίας
«Ασυμβίβαστος, καινοτόμος και τολμηρός, ενσάρκωσε το πνεύμα της αμφισβήτησης με τον πιο ευαίσθητο και ποιητικό τρόπο μέσα από έργα που σφράγισαν την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και αποτέλεσαν ορόσημα στον νεότερο πολιτισμό της χώρας μας. Ηταν ένας μοναχικός οδοιπόρος του τραγουδιού, αλλά και ένας μοναδικός ραψωδός που διέσχισε όλες αυτές τις δεκαετίες άφοβα. Ηταν ποιητικός και πολιτικός μαζί, πάντοτε με το θάρρος της γνώμης του και με το πάθος της συμμετοχής στους προβληματισμούς κάθε εποχής. Οποιες κι αν ήταν οι εντάσεις της συγκυρίας, όσο κι αν έπαιρνε θέση, όσο κι αν γνήσια εξέφραζε το ρεύμα κάθε εποχής, έγνοια του ήταν πάντα των “Ελλήνων οι Κοινότητες” να είναι ενωμένες. Μέλημά του ήταν πάντα η υπέρβαση των διαφορών και των διχασμών».
Κυριάκος Μητσοτάκης
Πρωθυπουργός
«Δεν θέλω να το πιστέψω αλλά ο Διονύσης μας δεν είναι πια εδώ. Με τον αποχωρισμό να συμβαίνει όπως τον είχε ο ίδιος τραγουδήσει: “Δεν είμαι εδώ”. Οι άλλοι “χτύπααν τον αέρα”. Και να ξεκινήσει, έτσι, ήρεμος το ταξίδι του προς μια “θάλασσα πλατιά”… Ο Σαββόπουλος έφυγε, αφήνοντας ένα ισχυρό αποτύπωμα στη μουσική, στον στίχο, αλλά και στο δημόσιο ύφος. Γιατί με το έργο και τη στάση του απέδειξε πως ήταν ένας υπέροχος τραγουδοποιός. Ενας ευαίσθητος Ελληνας. Και ένας υπεύθυνος πολίτης […] Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν θα μας τραγουδήσει, φέτος, ότι “τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσαμε για άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε”. Η βραχνή φωνή του, όμως, θα μας συνοδεύει για πάντα. Πλουτίζοντας την καρδιά και τη σκέψη μας. RIP Νιόνιο».
Νίκος Ανδρουλάκης
πρόεδρος ΠΑΣΟΚ
«…Μέσα από τα τραγούδια του σκιαγραφούσε το βίωμα, τις ελπίδες, τις υπερβάσεις και τις αγωνίες του λαού μας στο πέρασμα των δεκαετιών. Μας αφήνει παρακαταθήκη μουσικά αριστουργήματα όπως ο “Μπάλλος”, το “Φορτηγό”, τα “Τραπεζάκια έξω”, το “Βρώμικο ψωμί” και τόσα άλλα, όπου πάντρευε μοναδικά τη ροκ, τη λαϊκή μουσική και τους παραδοσιακούς ήχους. Ο “Νιόνιος” δεν είναι πια κοντά μας, αλλά θα είναι πάντα στις καρδιές μας σε μια θέση στο πάνθεον των κορυφαίων δημιουργών της ελληνικής μουσικής, των μεγάλων Ελλήνων».
Σωκράτης Φάµελλος
πρόεδρος ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
«Αποχαιρετούμε με θλίψη τον Διονύση Σαββόπουλο, έναν μεγάλο δημιουργό της Ελλάδας. Εναν τραγουδοποιό, που θα ζει πλέον για πάντα στις παρέες μας, στις συναυλίες, στα τραγούδια του που ψιθυρίζουμε συχνά. Για εμάς που μεγαλώσαμε στη Θεσσαλονίκη, ο “Νιόνιος” ήταν ο τραγουδοποιός της εφηβείας μας… Η μουσική του και οι στίχοι του συνόδευσαν τη ζωή μας και τους αγώνες μας. Και με τον δικό του τρόπο χαρακτήρισε και τον αγώνα κατά της χούντας και στη συνέχεια τη γενιά του Πολυτεχνείου, ακόμα και αν υπήρχαν στιγμές που διαφωνήσαμε…».
Λίνα Μενδώνη
υπουργός Πολιτισμού
«Οι Ελληνες θρηνούν την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου, του μέγιστου τραγουδοποιού μας, ενός από τους πιο επιδραστικούς δημιουργούς της σύγχρονης Ελλάδας, ενός ελεύθερου, αληθινού δημιουργικού πνεύματος… Με τη μουσική του, τον στίχο του, τη σκηνική του παρουσία, αλλά και την καθηλωτική του αφήγηση, διά ζώσης ή στο χαρτί, εξέφρασε, διαχρονικά, τις ατομικές αναζητήσεις μας, τις συλλογικές μας τάσεις, αλλά και ανατάσεις που χρειαζόμαστε… Χαρτογράφησε την πατρίδα μας και τους ανθρώπους της».
Νίκος Πορτοκάλογλου
τραγουδοποιός
«Εχω χάσει εδώ και χρόνια τους δύο γονείς μου. Σήμερα μένω για τρίτη φορά ορφανός».
Ελευθερία Αρβανιτάκη
ερμηνεύτρια
«Διονύση μου, δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω, πονάει ο χαμός σου. Σε ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, για τη μαγεία που ζήσαμε, για όλα όσα μου έδωσες, για όλα όσα μου έμαθες. Αντίο ήρωά μου, αντίο μάγε της σκηνής, αντίο σπουδαίε δημιουργέ. Το έργο σου στα τιμαλφή του πολιτισμού μας και σίγουρα στα δικά μου τιμαλφή».
Λίνα Νικολακοπούλου
στιχουργός
«Ηταν ό,τι πιο καινούργιο, ό,τι πιο απροσποίητο ήρθε στο ελληνικό τραγούδι».