«Δεν είναι γόνιμο να βασίζεσαι στην πεπατημένη»

Η όπερα «Τανχόιζερ» του Ρίχαρντ Βάγκνερ, οι «Τρώες» του Εκτορος Μπερλιόζ και η «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» του Ιγκορ Στραβίνσκι – ως παραγωγή μπαλέτου – θα είναι οι βασικοί άξονες του νέου προγράμματος της Οπερας του Γκρατς. Ο σχεδιασμός από τον επικεφαλής μαέστρο του ιστορικού λυρικού θεάτρου, Βασίλη Χριστόπουλο, εστιάζει στην επέτειο καθώς συμπληρώνονται 125 χρόνια από τα εγκαίνιά του το 1899. Αυτός ήταν ο επίλογος της συζήτησης που είχαμε με τον διεθνούς φήμης έλληνα αρχιμουσικό από την ωραία πόλη όπου ζει και εργάζεται τους τελευταίους μήνες, πριν ετοιμάσει τις βαλίτσες του για την Αθήνα.

Στις 4 Ιουλίου θα διευθύνει, με σολίστ τη διακεκριμένη πιανίστρια Αλεξία Μουζά, τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Γκρατς, τη «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους, το Κοντσέρτο αρ. 23 σε λα μείζονα για πιάνο και ορχήστρα του Μότσαρτ, ενώ το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο σε ένα έργο-ορόσημο του ύστερου μουσικού ρομαντισμού, τη Συμφωνία αρ. 1 του Μάλερ.

Ο Βασίλης Χριστόπουλος ανέλαβε πριν από μερικούς μήνες τα ηνία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Γκρατς

Δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού αλλά ο ενθουσιασμός του παραμένει. «Οσες φορές και αν παίξεις σε αυτόν τον χώρο πάντα θα νιώθεις την ίδια έκσταση» λέει από την άλλη άκρη της γραμμής, στη λίγη ώρα που ξέκλεψε από την πρόβα για την τελευταία συναυλία της σεζόν με το σπουδαίο μουσικό σύνολο τα ηνία του οποίου ανέλαβε πριν από μερικούς μήνες. Επέλεξε να δομήσει τον πυρήνα της με τα έργα «D’un matin de printemps» της Lili Boulanger, το «Les nuits de ete» του Μπερλιόζ και την 6η Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν («Ποιμενική»).

«Μια έξυπνη μείξη»

«Προσπαθώ να κάνω προγράμματα τα οποία θα έχουν ενδιαφέρον. Να εμπεριέχουν και μια ανακάλυψη για τους ακροατές. Το κοινό της κλασικής μουσικής και της όπερας είναι σε μεγάλο ποσοστό συντηρητικό. Και αν θέλει κανείς να το οδηγήσει σε καινούργια μονοπάτια, σε νέα έργα απαιτείται μια τακτική, μια έξυπνη νομίζω μείξη. Και βέβαια να είναι πεπεισμένος για την αξία του έργου που προτείνει». Στις 13 Ιουνίου, για παράδειγμα, στη συναυλία που διηύθυνε τη L’ Orchestre national de Cannes σε έργα των Joseph Haydn, Maurice Ravel και τους «Πέντε ελληνικούς χορούς» του Νίκου Σκαλκώτα, το τελευταίο έργο εξηγεί ότι είχε τρομερή επιτυχία. «Αναγκάστηκαν να παίξουν ξανά τον “Κλέφτικο” γιατί το κοινό ενθουσιάστηκε».

Ομως εκτός από τον προγραμματισμό η διάθεση για ρίσκο θα πρέπει να διακρίνεται, σύμφωνα με τον Βασίλη Χριστόπουλο και στην ερμηνεία. Ερχεται στο Ηρώδειο με μία αυστριακή ορχήστρα η οποία έχει παράδοση, αυτοπεποίθηση, αισθητική και θα διευθύνει αυστριακά έργα. Δεν είναι τυχαία η επιλογή αφού ήθελε με αυτή τη χειρονομία να τους ανταποδώσει τον τρόπο με τον οποίο τον δέχθηκαν. Οχι μόνο οι συνεργάτες που έχει στον ιστορικό αυτόν πολιτιστικό οργανισμό αλλά και η ίδια η πόλη. Εξηγώντας τα ερμηνευτικά ρίσκα υπογραμμίζει: «Απαιτείται και εδώ μία τόλμη, να διευκρινίσεις ότι βεβαίως “σέβομαι πάρα πολύ την παράδοση που έχετε αλλά εδώ, για παράδειγμα, στο συγκεκριμένο σημείο έχω μία διαφορετική ιδέα και θα ήθελα να εκτελεστεί έτσι”. Δεν είναι γόνιμο να βασίζεσαι στην πεπατημένη, στο τι είναι ήδη γνωστό».

Ευτυχώς οι προτάσεις του ξεχωριστού μαέστρου βρίσκουν ευήκοα ώτα διότι «η ορχήστρα αυτή είναι πολύ ανοιχτή σε καινούργιες ιδέες και προτάσεις. Απαιτείται όμως να είσαι έτοιμος να παρακάμψεις μία αντίσταση που ενδεχομένως έχει ένας οργανισμός, ένα σύνολο που αποτελείται από πολλά άτομα. Και είναι απολύτως λογικό διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με μία ορχήστρα 90 ατόμων, με το βάρος μιας ιστορίας 75 ετών. Αυτό σημαίνει ότι έχει αποκτήσει κάποιες συνήθειες, έχει κάποιες παραδόσεις. Εχει ενδιαφέρον να προσπαθήσεις να προκαλέσεις κάποια μετακίνηση, μέσα από μία ώριμη και συγκροτημένη άποψη για να πας παρακάτω. Κι εδώ χρειάζεται να υπάρχει εμπιστοσύνη».

Αμοιβαία εμπιστοσύνη

Και αυτή άρχισε να χτίζεται πριν από δυόμισι χρόνια ανάμεσα στον Βασίλη Χριστόπουλο όταν διηύθυνε το σπουδαίο σύνολο για πρώτη φορά. «Κατάφερα να τους πείσω, τόσο τεχνικά όσο και ερμηνευτικά. Οτι δηλαδή ξέρω τι κάνω, οπότε με εμπιστεύτηκαν και με ακολούθησαν. Μου έδωσαν αρκετές φορές μάλιστα περισσότερα από αυτά που ζητάω. Αυτό αποδεικνύει πως και οι ίδιοι – όσο άρτιοι μουσικοί και να είναι – έχουν απαιτήσεις και από τους ίδιους τους τούς εαυτούς. Πράγμα που σημαίνει ότι έχουν και άποψη, την οποία καταθέτουν και έτσι η μουσική διαδικασία γίνεται πιο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική. Οταν υπάρχει αυτός ο αμοιβαίος σεβασμός και η εμπιστοσύνη μπορεί κανείς να μπει σ’ έναν διάλογο, ο οποίος είναι παραγωγικός και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να προκύψει μια σύνθεση, μια νέα πρόταση. Πώς αλλιώς μπορεί να υπάρχει νόημα σε αυτό που κάνει κανείς;».