Το εμβληματικό έργο του Γιάννη Τσίρου για την περίοδο της κρίσης ανεβαίνει ξανά στο θέατρο Μικρό Χορν σε σκηνοθεσία της πολυβραβευμένης Σοφίας Καραγιάννη («Η πανούκλα», «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», «Νεκρές Ψυχές») με τον Ηλία Βαλάση, την Ανθή Σαββάκη και τον Δημήτρη Μαμιό.
Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά – και επιτυχημένα – δείγματα σύγχρονου ελληνικού θεατρικού έργου. Προσανατολισμένο στο ρεαλιστικό θέατρο με ευδιάκριτους νεοελληνικούς χαρακτήρες, επιχειρεί βαθύ κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό με κοφτερό χιούμορ που πηγάζει από την αναγνώριση: όπως η καλή σάτιρα, γελάμε με αυτό που αναγνωρίζουμε στον εαυτό μας, στο περιβάλλον μας, στην κοινωνία μας, παρόλο που συνήθως δεν είναι για γέλια.
Γραμμένο το 2012, είναι βασισμένο σε δύο άξονες άμεσα συνδεδεμένους με την οικονομική κρίση: την ατέρμονη προσπάθεια επιβίωσης των χαμηλών τάξεων παρακάμπτοντας νόμους και κανονισμούς που δεν έχουν φτιαχτεί με γνώμονα τη δική τους ευημερία και τη σύγχρονη εθνική ταυτότητα του νεοέλληνα σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους μας. Ολοι θυμόμαστε τη γενική αντίληψη των Ευρωπαίων στην αρχή της κρίσης: οι Ελληνες είναι τεμπέληδες, μπαταχτσήδες και αγροίκοι που έφαγαν τα δάνεια και τώρα θέλουν από εμάς να τους ξελασπώσουμε. Αυτή ήταν η ρετσινιά που κόλλησε πάνω μας σαν έθνος, μόνο και μόνο λόγω της χρεοκοπίας και ασχέτως τού ποιος έφταιγε για αυτήν.
Η ρετσινιά
Αυτήν ακριβώς τη συνθήκη αναπαράγει θεατρικά ο «Αγριος Σπόρος». Ο Σταύρος, ένας άνθρωπος της εργατικής τάξης, διατηρεί εδώ και χρόνια μία αυθαίρετη και παράνομη καντίνα που πουλάει σουβλάκια σε μία παραλία από κρέας που παράγει ο ίδιος στο δικό του χοιροστάσιο στο κοντινό χωριό. Παρά τις κατά καιρούς δωροδοκίες στον δήμαρχο, παρά τα δεκάδες πρόστιμα, τα χρέη του σε προμηθευτές και την Εφορία, την κακή σχέση που έχει με τους περισσότερους συγχωριανούς του, ο Σταύρος δουλεύει σαν σκυλί, με τη βοήθεια της κόρης του, της Χαρούλας, να κρατήσει την καντίνα του. Για όλους όμως είναι ο αγροίκος, ο χασάπης, ο παράνομος. Η κοινωνική αντίληψη είναι ήδη σχηματισμένη. Τον ρόλο της κρίσης στο έργο παίζει μία αστυνομική υπόθεση: η εξαφάνιση ενός νεαρού γερμανού τουρίστα. Παρά το γεγονός ότι εκείνος ήταν ένας ιδιότροπος πολίτης του κόσμου, που παράτησε σπουδές και σπίτι για να γυρίζει μόνος του τον κόσμο και να εξασκήσει την επαφή του με τη φύση, κοιμώμενος σε κάποιο σημείο της παραλίας και όχι σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, η εξαφάνισή του από τη μία μέρα στην άλλη αντιμετωπίζεται από την πλούσια οικογένειά του ως ύποπτη και σύντομα λόγω της επιρροής της οικογένειας και άλλων ευρωπαίων κατοίκων της περιοχής ως έγκλημα. Οι έρευνες αρχίζουν, ολόκληρο το χωριό με προεξάρχοντες όλους τους ξένους που έχουν αγοράσει εξοχικές κατοικίες εκεί βοηθάει στην αστυνομική έρευνα και σύντομα, όπως θα ήταν αναμενόμενο, βασικός ύποπτος για τον «φόνο» θεωρείται ο Σταύρος.
Το έργο χτυπάει κατευθείαν στο θυμικό του Ελληνα. Γραμμένο απ’ τη σκοπιά του «κοινωνικά απόκληρου», χωρίς φτιασιδώματα και χωρίς να κρύβει τα ελαττώματα και την τάση για λαμογιά, μιλάει για την άνιση μάχη της εργατικής τάξης, του λαϊκού βιοπαλαιστή, τόσο με τις αρχές του τόπου όσο και με την κεντρική ευρωπαϊκή αντίληψη. Και αναδεικνύει τις υποκρισίες της εποχής: Ολοι όσοι πηγαίνουν στην παραλία, ακόμα και οι αστυνομικοί που ερευνούν την εξαφάνιση, τρώνε από την καντίνα τα χειροποίητα χοιρινά σουβλάκια του, όλοι πίνουν το νερό που παγώνει με ρεύμα που ο ίδιος παράνομα έσκαψε 300 μέτρα πλαγιάς να φέρει από τον δρόμο, αλλά όλοι τον θεωρούν απολίτιστο, τους ενοχλεί το χοιροστάσιό του, η μυρωδιά του και ο τρόπος που θανατώνει τα γουρούνια και βέβαια τον βλέπουν ως πιθανό δολοφόνο, παρόλο που δεν έχει βρεθεί καν πτώμα. Αυτή η εικόνα είναι η εικόνα της Ελλάδας την εποχή της κρίσης και των μνημονίων.
Ο κεντρικός ρόλος
Το έργο ανεβαίνει ξανά με μία ανατροπή: ο Ηλίας Βαλάσης που έπαιζε τον νεαρό αστυνομικό και φίλο του Σταύρου στην πρώτη διανομή αναλαμβάνει εδώ τον κεντρικό ρόλο. Και εδώ έχουμε τον πρώτο προσωπικό άθλο: ο Βαλάσης, που έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από το ριάλιτι «Survivor», είναι η προσωποποίηση του βιοπαλαιστή. Εχοντας κάνει πολλές δουλειές στη ζωή του, κατέληξε ήσυχα και χωρίς προηγούμενες σπουδές στο θέατρο. Επί σκηνής βγάζει μία αλήθεια, τόσο βαθιά και εσωτερική που μάλλον είναι βιωματική. Στον ρόλο του Σταύρου φέρνει ατόφια αυτή την εσωτερική αλήθεια του απόκληρου, του περιθωριοποιημένου μαζί με την πληγωμένη επιθετικότητα που αυτή κουβαλάει, βγάζοντας ταυτόχρονα τη γλύκα, την τρυφερότητα και την αγάπη – έστω και εκφρασμένη λάθος – προς τους δύο άλλους ήρωες: Την κόρη του και τον νεαρό φίλο του αστυνομικό. Το ίδιο πετυχαίνουν όμως και οι δύο άλλοι πρωταγωνιστές: η Ανθή Σαββάκη και ο Δημήτρης Μαμιός. Η ενέργεια που δημιουργούν μεταξύ τους σε κάθε σκηνή περνάει αβίαστα στο κοινό, παρόλο που δεν μπορεί να αποτυπωθεί.
Και βέβαια κανείς δεν μπορεί να μην αναφερθεί στη σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη. Οσο καλό και να είναι το κείμενο, όσο καλοί και αν είναι οι ηθοποιοί, το τελικό αποτέλεσμα είναι πάντα στα χέρια του σκηνοθέτη. Η Καραγιάννη, χωρίς να διαρρήξει τη φόρμα του ρεαλιστικού θεάτρου, ενσωματώνει σε αυτό στοιχεία θεάτρου φόρμας με αξέχαστες slow motion σκηνές, ακόμα και στοιχεία τραγωδίας, όταν οι ήρωες βγαίνουν από τον χαρακτήρα τους για να αφηγηθούν την «επίσημη» κατάθεση της αστυνομίας. Και είναι χαρακτηριστικό της σκηνοθέτριας που μας έχει χαρίσει αριστουργήματα σαν την «Πανούκλα», το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και τις «Νεκρές Ψυχές», ότι κανένα σημαίνον δεν χάνεται στα έργα της. Οποιο και αν είναι το κρυφό μήνυμα του λόγου, όποια κι αν είναι η ενέργεια ή η διάθεση κάθε λέξης, είτε καυστική, είτε ουσιώδης, είτε συμβολική, η σκηνοθεσία της πάντα τη μεταφέρει στον θεατή.
Ο Δημήτρης Αλεξίου είναι συγγραφέας και θεατρικός συγγραφέας.