Κυβέρνηση και αντιπολίτευση ξορκίζουν τον διχασμό, την τοξικότητα και την πόλωση σε κάθε ευκαιρία. Ομως, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ούτε μια πλευρά που να μην την αξιοποιεί αυτή την περίοδο. Φάνηκε στη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή, στο ζήτημα του Άγνωστου Στρατιώτη, στις συνεδριάσεις της εξεταστικής επιτροπής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ: οι υψηλοί τόνοι βοηθούν τη συσπείρωση, εξυπηρετούν το αφήγημα και ανεβάζουν τείχη προστασίας απέναντι σε σχήματα που ακόμα δεν έχουν πάρει μορφή.
Από τη μεριά της κυβέρνησης, η πρόθεση είναι η προοδευτική αντιπολίτευση να στραφεί σε πιο ακραίες θέσεις, διευκολύνοντας την ταύτιση μεταξύ τους (που φάνηκε χθες και από την ατάκα του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τον Νίκο Ανδρουλάκη, μεταφέροντας το τσιπρικό go back στον Ντόναλντ Τραμπ) – με το βλέμμα στραμμένο στον κεντρώο χώρο που αμφιταλαντεύεται μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν θα ήθελε να δει το ΠΑΣΟΚ σε συνεργασία με τα υπόλοιπα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, πάντως, το Μέγαρο Μαξίμου μοιάζει να θέλει να ορίσει τη συζήτηση σε πεδία που το εξυπηρετούν και βοηθούν στην απεύθυνση στο παραδοσιακό ακροατήριο της ΝΔ. Η διαχείριση για τον Αγνωστο Στρατιώτη είναι μια τέτοια ευκαιρία, καθώς η γαλάζια ρητορική επιχειρεί να στρέψει τη συζήτηση όχι στη διαμαρτυρία των Τεμπών, αλλά στην ιερότητα του μνημείου. Το στοίχημα, άρα, είναι διπλό για την κυβέρνηση – από τη μια να συσπειρώσει στο μέγιστο τον κομματικό πυρήνα και από την άλλη να διευρύνει την εκλογική της επιρροή. Ειδικά από τη στιγμή που, με βάση τα δημοσκοπικά δεδομένα, δεν καταφέρνει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Στασιμότητα
Στην αξιωματική αντιπολίτευση, η πόλωση αυτή τη στιγμή λειτουργεί ως απόπειρα συσπείρωσης.
Γνωρίζοντας πως το εσωκομματικό σούσουρο και η ανησυχία για τη στασιμότητα των ποσοστών έχει καταλαγιάσει αφενός λόγω συνεδρίου και αφετέρου λόγω του παράγοντα Τσίπρα, στη Χαριλάου Τρικούπη σηκώνουν τους τόνους απέναντι στην κυβέρνηση στη λογική της μετωπικής σύγκρουσης – δείχνοντας πως για το ΠΑΣΟΚ σε αυτή τη φάση αντίπαλος είναι ένας.
Με σύνθημα πως «μόνο ψήφος στο ΠΑΣΟΚ μπορεί να ρίξει τη ΝΔ», η ηγετική ομάδα εκμεταλλεύεται και το γεγονός πως, όπως λέει, το ΠΑΣΟΚ είναι η μοναδική πολιτική δύναμη που προσφέρει πολιτική εναλλακτική. Ισορροπίες, βέβαια, κρατούνται, καθώς τα πασοκικά στελέχη γνωρίζουν πως, για να αυξηθούν τα ποσοστά, απαιτείται διεύρυνση, όμως αν αυτή «μπατάρει» εξ αριστερών, τότε θα αποξενώσει τους ενδιάμεσους ψηφοφόρους που μοιράζεται με τη ΝΔ – γι’ αυτό και, παρά τη σχετική φημολογία, κάθε κοινή πρωτοβουλία με τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά και την Πλεύση Ελευθερίας σε κοινοβουλευτικό επίπεδο (όπως αυτή που ακούστηκε χθες για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, μετά το πηγαδάκι Ανδρουλάκη, Ζωής Κωνσταντοπούλου και Αλέξη Χαρίτση στο περιστύλιο) εξετάζεται πολύ προσεκτικά.
Το θέμα «Τσίπρας»
Στον ΣΥΡΙΖΑ, μετά το πλήγμα της παραίτησης Τσίπρα, η επίθεση στη ΝΔ είναι ένα σήμα πως το κόμμα δεν έχει παραδοθεί στην τύχη του ενόψει της επικείμενης επανόδου του πρώην πρωθυπουργού. Αυτό, αναπόφευκτα, κάνει την Κουμουνδούρου ευάλωτη στις επιθέσεις, όπως συνέβη χθες στην Ολομέλεια, με τον Μητσοτάκη να επισημαίνει πως η Κοινοβουλευτική Ομάδα υπερασπίζεται τα πεπραγμένα μιας κυβέρνησης της οποίας ο πρωθυπουργός τους εγκατέλειψε.
Παραδόξως, σε αυτό το επιχείρημα δεν αντέδρασαν μόνο ο Σωκράτης Φάμελλος και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η Σία Αναγνωστοπούλου από τη Νέα Αριστερά, δείχνοντας πως το θέμα «Τσίπρας» επηρεάζει όλες τις ισορροπίες μεταξύ των κομμάτων που αποτελούσαν τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ.