«Είναι ένα μουσείο αντάξιο του αιγυπτιακού πολιτισμού, γεμάτο χρώματα και διαφορετικά υλικά που παγιδεύουν το βλέμμα του επισκέπτη», δίνει το στίγμα του Μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου, του GEM, στα «ΝΕΑ» ο αρχαιολόγος δρ Βασίλης Χρυσικόπουλος.
Ο ειδικός στην αιγυπτιακή αρχαιολογία και έως πριν από λίγες ημέρες αρχαιολόγος – φροντιστής στο Μουσείο Ακρόπολης εντάχθηκε στην ομάδα προετοιμασίας του μουσείου από το 2018 έως το 2020, ως ένας από τους τέσσερις διεθνείς αιγυπτιολόγους, και είχε επιτελικό ρόλο στην επιλογή των εκθεμάτων και τον τρόπο παρουσίασης των αρχαιοτήτων της τελευταίας ενότητας του μουσείου, που καλύπτει 14 αιώνες – από το 1000 π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ. –, ενότητα που, όπως λέει, καλύπτει το μισό μουσείο. Μαζί με τις άλλες τρεις που αφορούν τη δυναστική περίοδο, στο Μέσο και το Νέο Βασίλειο, διηγούνται συνολικά ιστορία σχεδόν 5.000 ετών.
Δουλειά – εμπειρία ζωής
«Η μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτή τη δουλειά – εμπειρία ζωής ήταν η διαχείριση του χρόνου εκ μέρους μου: πόσο θα αναλύσω δηλαδή το κάθε αντικείμενο ώστε πρώτα να επιχειρήσω να το ερμηνεύσω και εν συνεχεία να μπω στη θέση του επισκέπτη και να του εξηγήσω με απλό τρόπο ποιος ήταν αυτός που έκανε, για παράδειγμα, μια προσφορά σε έναν θεό, πού ζούσε, γιατί επέλεξε τον συγκεκριμένο θεό. Και φυσικά η δυνατότητα να επιλέξω τα αντικείμενα που θα εκτεθούν ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, έχοντας συνεργασία με αιγύπτιους συνεργάτες υψηλού επιπέδου. Γενικά το GEM είναι ένα μουσείο γεμάτο εκπλήξεις και προκλήσεις και πολλές επιχειρήσαμε να τις αναδείξουμε, όπως για παράδειγμα ένα εξαιρετικά σπάνιο διπλό άγαλμα, όπου ο ίδιος άνδρας απεικονίζεται στο ένα άγαλμα με αιγυπτιακό κάλυμμα κεφαλής και στο άλλο με ρωμαϊκή κόμμωση, καθώς ήθελε να δείξει ότι πρόκειται για έναν σύγχρονο της εποχής του άνθρωπο που σέβεται όμως τις ρίζες του και την καταγωγή του», εξηγεί ο Βασίλης Χρυσικόπουλος και προσθέτει ότι ο ίδιος έχει επιχειρήσει να ξεναγήσει επισκέπτες δύο φορές στα συνολικά περίπου 18.000 εκθέματα (12.000 στο κυρίως μουσείο και 5.500 από τον τάφο του Τουταγχαμών), τα οποία παρουσιάζονται σε μια διαδρομή βουστροφηδόν, αλλά ύστερα από πέντε ώρες δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει την περιήγηση.
Μοναδικά αντικείμενα
«Είναι ένα μουσείο που σε κρατά συνέχεια σε εγρήγορση. Εχει αντικείμενα μοναδικά, όπως η ηλιακή λέμβος από την πυραμίδα του Χέοπα, ένα ξύλινο καράβι που αν το ρίξουμε στο νερό είναι αξιόπλοο και είχε κατασκευαστεί για να μεταφέρει τον φαραώ στον άλλο κόσμο. Εχει πολλές διαφυγές του βλέμματος, μπορείς να είσαι στην πρώτη αίθουσα και να βλέπεις στο βάθος την τελευταία. Διαθέτει τεράστια υαλοστάσια ύψους 20 μ. με άμεση θέαση στις τρεις πυραμίδες της Γκίζας. Εχει εντάξει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο την τεχνολογία, με αποτέλεσμα σε ορισμένα σημεία οι τοιχογραφίες να “ζωναντεύουν” ή σε άλλο σημείο να βρίσκεσαι στον βυθό της Αλεξάνδρειας και να βλέπεις τα ευρήματα από τις υποθαλάσσιες έρευνες.
Και μπορεί για τα δικά μας μέτρα να μοιάζει ότι αγγίζει λόγω μεγέθους την ύβριν, για τους Αιγύπτιους όμως η μεγάλη κλίμακα και η μεγαλοπρέπεια ήταν ο μόνος τρόπος για να δικαιολογηθεί ο ρόλος του φαραώ ανάμεσα στον άνθρωπο και τον θεό.
Θα πρέπει να ξεχάσουμε το πλατό της Γκίζας με τις καμήλες. Η περιοχή πλέον έχει το δικό της αεροδρόμιο, διάδρομο που οδηγεί από τις πυραμίδες προς το μουσείο, ειδικές λεωφόρους πρόσβασης στην περιοχή. Πλέον το GEM και οι πυραμίδες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ενιαίος προορισμός, που λειτουργεί ανεξάρτητα αλλά και συμπληρωματικά με τα δύο άλλα μουσεία, το παλιό αρχαιολογικό στην πλατεία Ταχρίρ, το οποίο είναι απολύτως λειτουργικό, και το μουσείο αιγυπτιακού πολιτισμού, στο οποίο έχει μεταφερθεί ο μεγαλύτερος όγκος από βασιλικές μούμιες», συνεχίζει.
Ποια συμβουλή θα έδινε στους επισκέπτες; «Ακόμη κι αν χρειαστεί να το διατρέξετε, να το δείτε ολόκληρο. Αν είστε ανοιχτοί και δεν παγιδευτείτε στα κλισέ για τον αιγυπτιακό πολιτισμό, θα απολαύσετε την επίσκεψη».