Βαριές «καμπάνες» στους δύο «γονείς» που κακοποιούσαν σεξουαλικά τα τρία παιδιά τους στη Λέρο

Στις πολυετείς ποινές κάθειρξης που τους είχαν επιβληθεί πρωτόδικα καταδίκασε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δωδεκανήσου τον 59χρονο πατέρα και την 52χρονη μητέρα από τη Λέρο, οι οποίοι κατηγορούνται ότι κακοποιούσαν σεξουαλικά τα τρία τους παιδιά.

Η δίκη ξεκίνησε σήμερα (31/10) το πρωί και ολοκληρώθηκε αργά το απόγευμα. Το δικαστήριο έκανε δεκτές τις αιτήσεις που άσκησαν οι δύο κατηγορούμενοι, τους έκρινε ένοχους, τον μεν πατέρα όπως κατηγορείται χωρίς ελαφρυντικό και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης 24 ετών, ενώ στη μητέρα αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου και της επέβαλλε συνολική ποινή κάθειρξης 13 ετών, ποινές που είχαν επιβληθεί στους δύο γονείς και πρωτόδικα από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ρόδου, όπως αναφέρει το rodiaki.gr.

Συγκεκριμένα, ο πατέρας κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για γενετήσιες πράξεις με ανήλικο που δεν έχει συμπληρώσει τα 12 και 14 έτη τετελεσμένη και σε απόπειρα κατά μόνας κατά συναυτουργία άπαξ κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, για κατάχρηση ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη κατά μόνας και κατά συναυτουργία άπαξ και κατ’ εξακολούθηση και για γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών κατά μόνας και κατά συναυτουργία κατά συρροή άπαξ και κατ’ εξακολούθηση.

Η μητέρα κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε για κατάχρηση ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, για γενετήσια πράξη με ανήλικο που δεν έχει συμπληρώσει τα 12 και 14 έτη άπαξ και κατά συναυτουργία, για γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών κατά συρροή και κατά συναυτουργία, και για απλή συνέργεια στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και κρίθηκε ένοχος ο πατέρας.

Το χρονικό της υπόθεσης

Το «κουβάρι» της υπόθεσης άρχισε να ξετυλίγεται μετά από καταγγελία που είχε κάνει συγγενικό πρόσωπο στο Αστυνομικό Τμήμα Λέρου το μεσημέρι της Κυριακής 27 Μαΐου 2018. Η καταγγελία αυτή είχε ως αποτέλεσμα λίγες ώρες αργότερα οι δύο γονείς, ηλικίας σήμερα 59 ετών ο πατέρας και 52 η μητέρα, να συλληφθούν και να παραπεμφθούν στη δικαιοσύνη κατηγορούμενοι για αποπλάνηση ανηλίκου, κατάχρηση σε ασέλγεια, ασέλγεια μεταξύ συγγενών και κατ’ εξακολούθηση ασέλγεια.

Μετά από ώρες προανάκρισης, ο 59χρονος φέρεται όχι μόνο να παραδέχτηκε τις αισχρές και αδιανόητες πράξεις που έκανε στα τρία από τα τέσσερα στα παιδιά του, αλλά και να τις περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο 59χρονος και η σύζυγος του φέρονται να διέπραξαν τα παραπάνω αδικήματα το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και το τέλος Μαΐου 2018, οπότε και έγιναν όλα γνωστά.

Οι αποτρόπαιες πράξεις τους γίνονταν στην ανήλικη κόρη τους (γεν. στις 17.10.2004) και στον ανήλικο γιο τους (γεν. στις 24.12.2008), καθώς και τον ενήλικο γιο τους, ο οποίος πάσχει από ψυχωσική συνδρομή και ήπια προς μέτρια νοητική υστέρηση.

Ο μεγαλύτερος γιος δεν άντεξε την κακοποίηση και είχε φύγει από το σπίτι, ενώ το μικρότερο αγόρι όσο και η αδελφή του, είχαν νοσηλευθεί το 2017 σε νοσοκομείο Παίδων με εισαγγελική εντολή. Παράλληλα, την ίδια χρονιά είχαν γίνει δύο καταγγελίες και στο «Χαμόγελο του Παιδιού», όπως ανέφερε σε σχετική ανακοίνωση του, γεγονότα που αποδεικνύουν ότι υπήρξε ενημέρωση όχι όμως και η αναμενόμενη ευαισθητοποίηση των αρμοδίων υπηρεσιών.

Οι απολογίες και ο δρόμος προς τη φυλακή

Την τελευταία μέρα του Μαΐου το 2018 η 52χρονη μητέρα απολογήθηκε στην ανακρίτρια Κω, όπου και «έσπασε» και ομολόγησε τις αποτρόπαιες πράξεις που μαζί με τον 59χρονο σύζυγο της έκαναν στα παιδιά τους. Και οι δύο δράστες μετά τις απολογίες τους είχαν κριθεί προσωρινά κρατούμενοι και πήραν το δρόμο για τις φυλακές.

Η δίκη σε πρώτο βαθμό του ζευγαριού είχε γίνει στις αρχές Οκτωβρίου 2019. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ρόδου μετά από μία μακρά ακροαματική διαδικασία η οποία ξεκίνησε το πρωί της Δευτέρας 7 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε το βράδυ της ίδιας ημέρας, έκρινε ένοχο χωρίς ελαφρυντικό τον 59χρονο πατέρα και του επέβαλλε συνολική ποινή κάθειρξης 24 ετών, ενώ στην 52χρονη μητέρα αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης 13 ετών. Οι εφέσεις και για τους δύο καταδικασθέντες δεν είχαν αναστέλλουσα δύναμη και έτσι επέστρεψαν στη φυλακή.