Αποκαλύφθηκε το μυστικό του Καρνάκ: Ήταν κατοικημένο πριν από 4.300 χρόνια!

Σε μια ανέλπιστη ανατροπή των ιστορικών δεδομένων, διεθνής ομάδα ερευνητών ξεκλειδώνει το μυστήριο που περιβάλλει τον Ναό του Καρνάκ, το εμβληματικό θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Θήβας. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ναούς της αρχαίας Αιγύπτου, που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ότι είχε αρχίσει να κατασκευάζεται περίπου το 2000 π.Χ. Η νέα όμως έρευνα, βασισμένη στην ανάλυση 61 εδαφικών δειγμάτων και δεκάδων χιλιάδων κεραμικών θραυσμάτων, αποδεικνύει ότι ο χώρος ήταν κατοικήσιμος ήδη από την εποχή του Παλαιού Βασιλείου, γύρω στα 2300 π.Χ.

Η γεωαρχαιολογική μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Antiquity και πραγματοποιήθηκε από πανεπιστήμια όπως το Southampton και το Uppsala, αποκαλύπτει ότι το συγκρότημα ξεκίνησε από ένα μικρό νησί μέσα στην κοιλάδα πλημμυρών του Νείλου. Πριν το 2520 π.Χ., η περιοχή ήταν συχνά πλημμυρισμένη από τους ανελέητους χειμάρρους του Νείλου, καθιστώντας αδύνατη τη μόνιμη εγκατάσταση. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, καθώς τα νερά υποχωρούσαν, δημιουργήθηκε η στεριά πάνω στην οποία εδραιώθηκε το αρχιτεκτονικό μεγαλείο του Καρνάκ.

Το εξαιρετικό εύρημα είναι ότι αυτό το γεωγραφικό στοιχείο – ένα νησί με υψώματα που ξεπετάγονται από τα νερά – συνδέεται άμεσα με τον αρχαίο αιγυπτιακό μύθο της δημιουργίας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο θεός δημιουργός Αμούν-Ρα εμφανίστηκε πάνω από το «Υπέρτατο Ύψωμα» που αναδύθηκε μέσα από τα Χάος των νερών, ένα σύμβολο που αντανακλάται στην ίδια τη φυσική μορφή της τοποθεσίας. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι φαίνεται να επέλεξαν σκόπιμα το σημείο για να εκφράσουν γεωγραφικά και πνευματικά την κοσμογονική τους κοσμοθεωρία.

Επιπλέον, η έρευνα αναδεικνύει την ικανότητα των αρχαίων Αιγυπτίων να διαμορφώνουν ενεργά το περιβάλλον τους. Καταθέτοντας άμμο στις κοίτες του ποταμού, δημιούργησαν νέες εκτάσεις για την επέκταση του ναού. Οι αλλαγές στα ρυάκια και τα ρεύματα του Νείλου επηρέασαν την αρχιτεκτονική πορεία του ναού, με νέες δομές να χτίζονται πάνω σε παλαιότερα ποτάμια που είχαν σιγήσει, δίνοντας στο συγκρότημα μια στρωματογραφία πολλαπλών εποχών και λειτουργιών.

Η έρευνα αυτή, πέρα από την αρχαιολογική της αξία, προσφέρει μια βαθύτερη κατανόηση της σχέσης που είχαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι με το φυσικό τους περιβάλλον και τη θρησκεία τους. Η σύνδεση του Καρνάκ με το μύθο της δημιουργίας μέσω της γεωγραφίας δείχνει ότι ο ναός δεν ήταν απλώς ένα μέρος λατρείας, αλλά μια φυσική έκφραση της κοσμολογίας τους – ένα ιερό ανάχωμα που συνδέει τα επίγεια με τα θεϊκά.

Αυτή η νέα επιστημονική διάσταση αλλάζει την εικόνα που είχαμε για το πώς και γιατί χτίστηκε το Καρνάκ, ενώ ενισχύει την βαθιά σημασία που είχε για τους αρχαίους Αιγύπτιους ως κέντρο θρησκευτικής, πολιτιστικής και γεωγραφικής ταυτότητας.