Από το ψυγείο, την κατάψυξη ή το ράφι του σουπερμάρκετ, στην κατσαρόλα, τον φούρνο, το airfryer, τα μικροκύματα ή το πιάτο περνούν σχεδόν 2-3 στα 10 γεύματα που καταναλώνουν σήμερα οι Έλληνες. Έτοιμα ή προμαγειρεμένα, φρέσκα ή κατεψυγμένα, κερδίζουν κάθε χρόνο όλο και περισσότερο τις προτιμήσεις των καταναλωτών, οι οποίοι εγκαταλείπουν, όπως φαίνεται, το μαγείρεμα για να γευτούν ένα έτοιμο γεύμα αγορασμένο από το σουπερμάρκετ.
Την τάση αυτή, η οποία κερδίζει συνεχώς περισσότερους καταναλωτές, έχουν εντοπίσει και οι βιομηχανίες τροφίμων, οι οποίες η μία μετά την άλλη επεκτείνονται σε αυτή την αγορά δημιουργώντας νέα προϊόντα – φρέσκα ή κατεψυγμένα – που καλύπτουν κάθε γευστική απαίτηση.
500 εκατ. ευρώ τζίρος
Οι έντονοι ρυθμοί ζωής, κυρίως στις μεγαλουπόλεις, η μείωση του ελεύθερου χρόνου, η αύξηση του αριθμού των μονομελών νοικοκυριών, ο «μαγειρικός αναλφαβητισμός» των νεότερων ηλικιών, αλλά και η τάση για περιορισμό των τροφίμων που απορρίπτουν τα νοικοκυριά είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες – σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς – που έβαλαν τα έτοιμα γεύματα στο καθημερινό τραπέζι των Ελλήνων, δημιουργώντας έναν τζίρο άνω των 500 εκατ. ευρώ, ο οποίος συνεχώς αυξάνεται.
Ο καταναλωτής πλέον αναζητεί πρακτικές λύσεις για τη διατροφή του, όπως τρόφιμα «ready-to-cook» (έτοιμα για μαγείρεμα) ή «ready-to-eat» (έτοιμα για κατανάλωση), πολύ συχνά «on-the-go», δηλαδή για κατανάλωση στον εργασιακό του χώρο. Παράλληλα επιδιώκει να μειώσει τις αγορές σε περιττές ποσότητες που συχνά καταλήγουν στα σκουπίδια. Τα έτοιμα γεύματα αποτελούν λύση σε όλες αυτές τις απαιτήσεις των σύγχρονων καταναλωτών.
Η τάση αυτή είναι διεθνής. Είναι ενδεικτικό ότι έξι στους δέκα Βρετανούς προτιμούν να αγοράζουν κατεψυγμένα τρόφιμα, καθώς έτσι μειώνεται η σπατάλη τροφίμων, ενώ ανάλογη συμπεριφορά έχουν το 50% των Ιταλών, το 49% των Γάλλων, το 43% των Σουηδών και το 44% των Γερμανών.
Η ανάγκη να βρει κανείς έτοιμο φαγητό, και μάλιστα στις ποσότητες που επιθυμεί χωρίς σπατάλη, έχει οδηγήσει τις βιομηχανίες τροφίμων να δημιουργήσουν και στην Ελλάδα μια ευρεία γκάμα γεύσεων – από παραδοσιακές ελληνικές συνταγές έως ασιατική και κινεζική κουζίνα – που πωλούνται από τα ράφια και τα ψυγεία των αλυσίδων σουπερμάρκετ, εμπλουτισμένα ακόμη και με φρέσκες σαλάτες και γλυκά. Ο ανταγωνισμός εντείνεται, με την είσοδο και των σουπερμάρκετ στην αγορά αυτή μέσω των «ζεστών γωνιών», δίνοντας στους καταναλωτές όλο και περισσότερες επιλογές. Νέες παραγωγικές επενδύσεις που υλοποιούνται δείχνουν τις προοπτικές που υπάρχουν για τα έτοιμα γεύματα όλων των ειδών.
Πριν από μερικά χρόνια, κατεψυγμένα και κονσέρβες ήταν οι μόνες επιλογές των Ελλήνων. Πλέον, την γκάμα συμπληρώνουν και τα «heat-to-eat» γεύματα, δηλαδή γεύματα που είναι ήδη έτοιμα και χρειάζονται ελάχιστα επιπλέον υλικά και ζέσταμα πριν καταναλωθούν. Η ανάπτυξη αυτής της κατηγορίας τροφίμων είναι σημαντική, αρκεί να δει κανείς ότι στα «heat-to-eat» προϊόντα ο τζίρος από 118,75 εκατ. ευρώ το 2022 έφτασε πέρυσι τα 144,35 εκατ. ευρώ, με την προτίμηση των καταναλωτών να αυξάνεται συνεχώς.
Σύμφωνα με στοιχεία εταιρειών, στην κατανομή των επιλογών των ελλήνων καταναλωτών τα κατεψυγμένα φαγητά αφορούν το ένα στα δύο έτοιμα γεύματα (47%-50%), ακολουθούμενα από τις κονσέρβες (25%), τα έτοιμα ή ημιέτοιμα γεύματα ψυγείου (16%), τα αποξηραμένα (όπως σούπες, ζυμαρικά, noodles, ρύζι – 3%), ενώ τα προϊόντα «ζεστής γωνιάς» των σουπερμάρκετ αφορούν περίπου το 10% των αγορών των ελλήνων καταναλωτών.
Η παγκόσμια αγορά
Την ίδια ώρα, η παγκόσμια αγορά των έτοιμων γευμάτων βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης, δημιουργώντας νέα δεδομένα για τις ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η παγκόσμια αγορά αναμένεται να αυξηθεί από 215 δισ. δολάρια το 2025 σε 515 δισ. δολάρια το 2035, με ετήσιο σύνθετο ρυθμό ανάπτυξης 9,2%. Η Βόρεια Αμερική διατηρεί το μεγαλύτερο μερίδιο (43,3%), η Ευρώπη ακολουθεί με 33,41%, ενώ η Κίνα αναδεικνύεται κορυφαία αγορά. Η εικόνα αυτή δημιουργεί σημαντικές προοπτικές και για τις ελληνικές επιχειρήσεις στον τομέα των εξαγωγών. Μάλιστα, δεδομένου ότι στην Ευρώπη η αγορά μόνο των κατεψυγμένων τροφίμων αποτιμάται σε περίπου 75 δισ. ευρώ, με προβλεπόμενο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4%-5% έως το 2030, διαφαίνονται ευκαιρίες για έναν κλάδο με ήδη υψηλές εξαγωγικές επιδόσεις στις χώρες της ΕΕ.