Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε ότι η ανεργία τον Σεπτέμβριο του 2024 υποχώρησε στο 9,3% από 10,7% τον ίδιο μήνα πέρυσι και 9,5% τον Αύγουστο. Μια τέτοια μείωση φαίνεται αισιόδοξη και ίσως δείχνει μια τάση ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, αλλά αν κοιτάξουμε προσεκτικότερα, τα δεδομένα κρύβουν ανησυχητικά κενά που δεν πρέπει να αγνοούμε.
Το ΚΕΠΕ, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, μας υπενθυμίζει ότι η απλή μέτρηση της ανεργίας συχνά δεν λέει όλη την αλήθεια.
Αν η ανεργία είχε όντως μειωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, θα βλέπαμε αυξήσεις μισθών, δημιουργία ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και μεγαλύτερη ζήτηση για εργαζόμενους, ενώ η οικονομία θα έδειχνε σημάδια δυναμικής ανάπτυξης. Αντί γι’ αυτό, οι δείκτες του ΚΕΠΕ επιβεβαιώνουν ότι η οικονομία μας εξακολουθεί να παλεύει με διαρθρωτικά προβλήματα, χαμηλή παραγωγικότητα και έλλειψη ζήτησης.
Στους αριθμούς δεν πρέπει να παρασυρόμαστε εύκολα. Τα στατιστικά, χωρίς ανάλυση, μπορεί να είναι και παραπλανητικά.
Ο δείκτης «αποτελεσματικής ανεργίας», που συνυπολογίζει και τις κενές θέσεις εργασίας, είναι στην πραγματικότητα πολύ υψηλότερος. Αυτό υποδηλώνει ότι, παρά τις βελτιώσεις, η αγορά εργασίας παραμένει χαλαρή (slack) και απέχει πολύ από το ιδανικό σημείο πλήρους απασχόλησης. Μπορεί να φαίνεται ότι έχει βελτιωθεί, αλλά αυτό δεν ισοδυναμεί με ουσιαστική πρόοδο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τη διαρροή νέων και ειδικευμένων επιστημόνων, το γνωστό brain drain, που μειώνει το ποσοστό ανεργίας επιφανειακά. Επίσης, πολλές κενές θέσεις δεν καταγράφονται καν, λόγω ελλιπούς στατιστικής αποτύπωσης.
Η αγορά εργασίας, παρά τις βελτιώσεις, δεν έχει φτάσει ακόμη σε μια σταθερή και βιώσιμη κατάσταση, και εδώ ακριβώς είναι η πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε, με τολμηρές και ουσιαστικές πολιτικές παρεμβάσεις.
Comments are closed.