- Advertisement -
Η Ιστορία της Σωσάννης του David Holton και της Τασούλας Μαρκομιχελάκη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, είναι η πρώτη «επιστημονική έκδοση» του έργου του Μάρκου Δεφαράνα. Ο Μάρκος Δεφαράνας γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, πιθανότατα το 1503, και πέθανε στη Βενετία μετά το 1574. Εργα του είναι οι Λόγοι διδακτικοί (1543) και η Ιστορία της Σωσάννης (1569). Και στα δύο έργα ο συγγραφέας ταυτοποιείται από αντίστοιχες ακροστιχίδες, και μάλιστα στο δεύτερο εμφανίζεται επιπλέον ο τόπος καταγωγής του και ένα δεύτερο επίθετο. Η Ιστορία της Σωσάννης αποτελείται από 376 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Δεν σώζεται χειρόγραφο. Γνωρίζουμε όμως 26 έντυπες εκδόσεις της από το 1569 μέχρι το 1885, πράγμα που πιστοποιεί ότι υπήρξε ένα από τα πιο αγαπημένα λαϊκά αναγνώσματα για περισσότερους από τρεις αιώνες.
Η έκδοση συνοδεύεται από πλούσια εισαγωγή (209 σελίδες σε σύνολο 327), σχόλια και γλωσσάριο. Ακολουθεί ένα επίμετρο που περιλαμβάνει όλα τα συναφή κείμενα: τις βιβλικές αφηγήσεις, άλλες εκδοχές της ιστορίας στην υστεροβυζαντινή και νεοελληνική γραμματεία, καθώς και αντίστοιχες περιγραφές στοιχείων της αφήγησης του Δεφαράνα που απαντούν στη δημώδη γραμματεία. Ισως θα έπρεπε να προστεθεί εδώ και το ιταλικό πρότυπο του έργου, απαραίτητο τεκμήριο για να κατανοήσει ο ειδικός αναγνώστης ιδίοις όμμασι τι παρέλαβε ο ποιητής και τι παρέδωσε (βλ. παρακάτω). Την έκδοση συμπληρώνουν δεκαεπτά έγχρωμες απεικονίσεις, ελληνικές και κυρίως δυτικές, είτε του συνόλου της ιστορίας είτε μιας σκηνής, οι οποίες μαρτυρούν την ευρύτατη διάδοση και απήχησή της. Το βιβλίο αποτελεί πολύτιμο συμπλήρωμα στις εκδόσεις κειμένων της παλαιότερης νεοελληνικής γραμματείας.
Βιβλικές αφηγήσεις: η σημασία και οι τύχες τους. Οι βιβλικές αφηγήσεις υπήρξαν ένας από τους πυλώνες της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής παράδοσης σε Ανατολή και Δύση. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα ήταν ότι απευθύνονταν και στο λόγιο και στο λαϊκό κοινό. Η Αναγέννηση τις εκκοσμίκευσε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είτε στο επίπεδο του ύφους, λογοτεχνικού και εικαστικού, είτε στο επίπεδο του περιεχομένου. Η ιστορία της Σωσάννας θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε εποχή. Η ανδρική σεξουαλική επιθετικότητα και μάλιστα από άτομα που εκμεταλλεύονται το αξίωμά τους, η άρνηση της γυναίκας να υποκύψει, ο εκβιασμός, η συκοφαντία και η δικαστική επίλυση του δράματος είναι θέματα διαχρονικά. Ομως, η απολύτως εκσυγχρονισμένη εκδοχή της ιστορίας θα καταλάμβανε απλώς μια θέση ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες, ενώ η διερεύνηση του χειρισμού του θέματος σε παλαιότερες εποχές και η μελέτη της εξέλιξής του μας πλουτίζουν πολιτισμικά. Η γνώση της ιστορίας της λογοτεχνίας και της τέχνης συνδέονται άμεσα και ουσιαστικά με τον ορισμό της ανθρωπιστικής παιδείας.
Η υπόθεση του έργου. Η όμορφη και θεοσεβούμενη Σωσάννα ζει στη Βαβυλώνα μαζί με τον πλούσιο σύζυγό της Ιωακείμ στα χρόνια της εβραϊκής αιχμαλωσίας. Γύρω από το σπίτι τους υπάρχει ένας θαυμάσιος κήπος («παράδεισος»), όπου συνηθίζει να περπατά η Σωσάννα και όπου συχνάζουν δύο γέροντες «κριτές» των Εβραίων για να ασκούν τα καθήκοντά τους. Βλέπουν τη Σωσάννα και την ερωτεύονται και αναζητούν την κατάλληλη ευκαιρία να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις. Μια ζεστή μέρα που η Σωσάννα βγαίνει να πάρει το λουτρό της στον κήπο για να δροσιστεί, της επιτίθενται και την εκβιάζουν να δεχτεί την ανήθικη πρότασή τους, αλλιώς θα την καταγγείλουν ότι την έπιασαν επ’ αυτοφώρω με έναν νεαρό. Η συκοφαντία καταλήγει στο δικαστήριο, όπου η Σωσάννα κινδυνεύει να καταδικαστεί σε θάνατο. Σώζεται όμως την τελευταία στιγμή χάρη στην παρέμβαση του νεαρότατου Δανιήλ, του μετέπειτα προφήτη, ο οποίος ανακρίνει χωριστά τους δύο γέροντες και έτσι αποκαλύπτει τη σκευωρία.
Η Σουζάνα και η Σωσάννα: Δύση και Ανατολή. Χάρη σε μια δημοσίευση του Δημήτριου Μιχαηλίδη (1991) γνωρίζουμε ότι πρότυπο του Δεφαράνα υπήρξε το ιταλικό ποίημα (cantare) Istoria di Susanna e Daniello. Η σχέση των δύο αφηγήσεων πρέπει να θεωρείται βέβαιη και τεκμηριώνεται από τη συστηματική συγκριτική εξέταση στην οποία προβαίνουν οι εκδότες. Ομως, η οπτική γωνία των δύο κειμένων διαφέρει. Θα σταθώ μόνο στην κομβική σκηνή του λουτρού, καθώς υπήρξε η αφετηρία όλων αυτών που ακολούθησαν και επειδή κυριάρχησε στις δυτικές εικαστικές αναπαραστάσεις. Στην εν λόγω σκηνή το πρότυπο δεν αναδεικνύει τη στάση της Σουζάνα (το ιταλικό της όνομα) αλλά τη λαγνεία των δύο γερόντων, ενώ αντίθετα η ελληνική εκδοχή προβάλλει την αγνότητα της Σωσάννας.
Το ιταλικό πρότυπο αφιερώνει επτά ολόκληρες οκτάβες (8-14) στις αμοιβαίες εξομολογήσεις των δύο γερόντων για το αντικείμενο του πόθου τους, διότι ο καθένας τους είχε ερωτευτεί χωριστά τη Σουζάνα. Οι οκτάβες 15-19 που αναφέρονται στη σκηνή του λουτρού δίνουν και πάλι προτεραιότητα στην ερωτική βουλιμία των δύο γερόντων. Αναφέρω δύο χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Στη στροφή 16 ο αφηγητής μιλάει για τη συνήθεια που υπάρχει στις νότιες χώρες να παίρνουν [οι γυναίκες] το λουτρό τους τις καυτές μέρες για να δροσιστούν και στη συνέχεια «να αλείφονται με αρώματα που αποπνέουν ένα πλήθος από μυρωδιές, ώστε να αναζωογονούν το σώμα τους». Η εν λόγω παρέκβαση-προσθήκη υπαινίσσεται ότι το αρωματισμένο κορμί της Σουζάνα θα λειτουργούσε ερεθιστικά για τους γέροντες που την περιμένουν κρυμμένοι να βγει να πάρει το λουτρό της. Η επόμενη στροφή αφηγείται συνοπτικά την είσοδο της Σουζάνα στον κήπο: στέλνει τις δύο υπηρέτριες να φέρουν το άρωμα λέγοντάς τους να κλείσουν την πόρτα και αμέσως μετά γδύνεται. Αυτόματα η εστίαση μετακινείται στους δύο γέροντες, περιγράφοντας με γλαφυρό τρόπο την αδημονία που τους κατέχει να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές ορέξεις τους:
«Κανένα βάσανο δεν μπορεί να συγκριθεί
με εκείνου που περιμένει ενώ πρέπει να βιαστεί.
Οι γέροντες ένιωθαν να λιώνουν
καθώς ήταν ήδη κάποια ώρα στην αναμονή.
Και τους φάνηκε πως χίλια χρόνια θα έκαναν
να βγουν απ’ την κρυψώνα τους.
Ο ένας καθαρίζει τα ρούχα του, ο άλλος τα τακτοποιεί.
Τους φαίνεται ως δώρο εξ ουρανού
αυτή η τόσο ευπρόσδεκτη λεία».
Μάταια θα αναζητήσουμε κάτι ανάλογο στην Ιστορία της Σωσάννης. Στην ελληνική διασκευή η σκηνή του λουτρού είναι εκτενέστερη και αφιερώνεται στις προφυλάξεις που παίρνει η Σωσάννα για να μην τη δουν αδιάκριτα μάτια. Ας δούμε τις σχετικές αναφορές. Τις ζεστές μέρες η Σωσάννα συνήθιζε να μπαίνει στον κήπο για να δροσίζεται, μόνο όμως «αφότις εσκολάσασιν οι ανθρώποι ‘κ το παλάτι / και δεν εθώρειε κανενεί να έναι μπρος εις αύτην». Στέλνει τις σκλάβες της να φέρουν «τον μόσχον με σαπούνιν» (που βέβαια δεν φτάνει ποτέ) και τους λέει να κλείσουν αμέσως («εισμιό) την πόρτα, ώστε «να μη ‘ν’ κανείς και την θωρεί». Ο αφηγητής προσθέτει κάτι καινοφανές, ότι δηλαδή σπεύδει η ίδια η Σωσάννα να κλείσει και να αμπαρώσει την πόρτα («και κλει την πόρτα με σπουδήν, τον μάνταλον αμπώνει»). Καθώς πηγαίνει να «νίψει το κορμί της», «σκιάζεται μη και την ιδούν κι ήτονε διά ντροπή της». Ο αφηγητής επαναλαμβάνει την πρόθεσή της να λουστεί όπως συνήθιζε, επιμένοντας ότι «επίστευε ότι εδεκεί κανεί άνθρωπον δεν είχε». Και μόνον αφού βεβαιώθηκε ότι δεν την έβλεπε κανείς («Και έβαλεν στον λογισμόν κανείς δεν την εθώρειε»), η Σωσάννα αποφάσισε να γδυθεί («και γδένεται τα ρούχα της απ’ ό,τι κι αν εφόρειε») και να μπει στο νερό. Την επόμενη στιγμή, όμως, είδε τους γέροντες που κρύβονταν («μόνε θωρεί τους γέροντες, οπού ‘σανε κρυμμένοι») και η ενστικτώδης κίνησή της ήταν να αρπάξει τα ρούχα της, να σκεπάσει το γυμνό κορμί της και μετά να τους αντιμετωπίσει («Εισμιόν αυτείνη γλήγορα τα ρούχα της αρπάζει / κι αφήτις εσκεπάστηκεν, αυτούς τους δυο στοχάζει»). Αμέσως μετά οι δύο γέροντες της κάνουν την ανήθικη πρόταση και την εκβιάζουν να τη δεχτεί, αλλά η Σωσάννα την απορρίπτει χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η Σουζάνα του ιταλικού προτύπου εισέρχεται στον κήπο τονίζοντας τη θηλυκότητά της («με κινήσεις όλο χάρη»). Βασίζεται μόνο στη βεβαιότητα και την εντύπωση (credendo, pargli) ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος στον κήπο, ενώ αντίθετα η Σωσάννα ψάχνει συνεχώς με το βλέμμα της να δει αν την παρακολουθούν. Η Σουζάνα γδύνεται αμέσως μόλις φύγουν οι υπηρέτριες, ενώ η Σωσάννα κοιτάζει ξανά και ξανά για να βεβαιωθεί ότι δεν τη βλέπουν. Τέλος, η Σωσάννα είναι αυτή που βλέπει τους γέροντες να κρυφοκοιτάζουν, ενώ αντίθετα είναι οι γέροντες που βλέπουν τη Σουζάνα και την πλησιάζουν. Και το κυριότερο όλων: δεν μαθαίνουμε ποτέ ότι η Σουζάνα σκεπάζει το γυμνό κορμί της πριν της απευθυνθούν οι δύο γέροντες και τους απαντήσει. Στην καλύτερη περίπτωση, η ενδεχόμενη αντίφαση (136 «γδύνεται», 145 «ενώ γδυνόταν») υπαινίσσεται ότι ο αφηγητής δεν σπουδαιολογεί το αν στέκεται μπροστά τους γυμνή ή (μισο)ντυμένη.
Το τελευταίο στοιχείο δεν είναι τυχαίο. Οι δυτικές εικαστικές αναπαραστάσεις της ιστορίας της Σουζάνα κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα επιμένουν στη σκηνή του λουτρού, όπου το κορμί της εμφανίζεται είτε γυμνό είτε επιδέξια αποκαλυπτικό. Ξεχωρίζω τον Τιντορέτο, που ζωγράφισε πέντε φορές τη σκηνή του λουτρού από το 1552 μέχρι το 1580, πασχίζοντας να βρει την ιδανική της έκφραση. Πιο διάσημος είναι ο λίγο προγενέστερος από την Ιστορία της Σωσάννης πίνακας, όπου η Σουζάνα απεικονίζεται γυμνή ως άλλη Αφροδίτη να κοιτά τον εαυτό της στον καθρέφτη, ενώ ακουμπά στο λυγισμένο της δεξιό γόνατο και το αριστερό πόδι της είναι στο νερό. Το βλέμμα των δύο γερόντων που μισοφαίνονται από πίσω δεν την αφορά, καθώς είναι στραμμένο αλλού. Εξάλλου, το βλέμμα της γυναικείας φιλαρέσκειας το έχει ακυρώσει (και μαζί του τον πυρήνα της βιβλικής αφήγησης του Θεοδοτίωνος).
Το ηθικοδιδακτικό μήνυμα και ο Δαπόντες. Το τελευταίο, εκτενές τμήμα της διασκευής του Δεφαράνα (στ. 285-374) έχει ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την ιστορία που προηγήθηκε. Το ηθικοδιδακτικό στοιχείο παρέμεινε κυρίαρχο στις μεταγενέστερες εκδοχές της ιστορίας στη νεοελληνική γραμματεία. Μοναδική σημαντική εξαίρεση αποτελεί η διαλογική εκδοχή που περιλαμβάνεται στον Καθρέπτη γυναικών του Καισάριου Δαπόντε (Λειψία 1766) και θυμίζει τον Λουκιανό, όπου ο αφηγητής Χαρίτων εμφανίζεται ως αυτόπτης μάρτυς σε όλες τις σκηνές. Την εκδοχή του Δαπόντε διακρίνει ο ανάλαφρος τόνος της αφήγησης, άλλοτε χαριτωμένος και άλλοτε χιουμοριστικός. Παραθέτω δύο παραδείγματα που αφορούν τις ορέξεις των δύο γερόντων και δύο που αναφέρονται στη Σωσάννα ανάμεσα στα λουλούδια του κήπου της:
«Εκείνοι και την έβλεπαν αυτήν κάθε ημέραν,
οι δύο μαύροι κόρακες την άσπρην περιστέραν.
…
Ενέδρευον ως λέοντες, πότε να την αρπάσουν,
να καταφάγουν την πτωχήν όλην και να χορτάσουν».
(Οι γέροντες)
Πότε κλωνί βασιλικού, πότε κανένα κρίνο,
έσκυπτε το βασιλικόν κορμάκι της εκείνο,
κι έκοπτε και εμύριζε […]
…
Και πότε μύρτον έπαιρνε και το ‘βανε στο στόμα,
πότε κανένα λούλουδον, και άλλο τι ακόμα.
Και το ‘βανε στο στόμα της και στόμα δακτυλίδι,
με χείλη σαν ρουμπίνια, πόσην στολήν της δίδει.
Ιδια σαν η μέλισσα, έτζι ανθολογούσε,
από τα άνθη και καρπούς, μόνον πως δεν πετούσε».
(Η Σωσάννα)
Comments are closed.