Το πέρασμα από την αρχιτεκτονική έκφραση του 19ου αιώνα στον μοντερνισμό του 20ού και τη συνέχιση στην ποικιλόμορφη σύγχρονη παραγωγή απασχόλησε τον αρχιτέκτονα Μανώλη Αναστασάκη, εκδότη και διευθυντή του grad review ο οποίος επιμελήθηκε το λεύκωμα «100. Εκατό χρόνια αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα σε εκατό κτίρια, 1924-2024» που κυκλοφορεί σύντομα.
Βασικό κριτήριο της επιλογής ήταν η δημόσια όψη των κτιρίων να έχει ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία και το κτίριο να συνεχίζει να κοσμεί την περιοχή του έως σήμερα. Παραδείγματα όπως το Ολύμπιον Μέγαρον στη Θεσσαλονίκη, το Κολυμβητήριο Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά, το Σουηδικό Σπίτι στην Καβάλα, το Κέντρο Φυσικής Πλάσματος και Laser στον Νομό Ρεθύμνου Κρήτης διατρέχουν τον χρόνο και συνδέονται με κοινό παρονομαστή τις αξιόλογες υπογραφές των δημιουργών τους.
Ως ημερομηνία-σταθμός ορίζεται το 1924, καθώς τότε ο αρχιτεκτονικός μοντερνισμός έχει απαλλαχθεί από τις τελευταίες διακοσμητικές φλυαρίες των art deco και art nouveau κινημάτων, χρησιμοποιεί τα νέα υλικά του οπλισμένου σκυροδέματος και διατυπώνει στον σχεδιασμό την καθαρή γεωμετρική μορφή, τον ελάχιστο διάκοσμο, εστιάζοντας στη λειτουργία και κρατώντας απόσταση από κάθε αναφορά στην παράδοση. Οπως επισημαίνει ο Μανώλης Αναστασάκης, την εδραίωση του μοντερνισμού στην Ελλάδα επιταχύνουν και άλλα γεγονότα της δεκαετίας του 1930, όπως η ανέγερση προσφυγικών κατοικιών (1924-1930) και δημόσιων σχολείων (1928-1932) σχεδιασμένων με μοντερνιστικές προδιαγραφές από το κτιριακό πρόγραμμα της κυβέρνησης Βενιζέλου. Καθώς και η ολοκλήρωση στην Αθήνα το 1933 του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM). Αυτόν τον κλασικό μοντερνισμό απηχούν και κτίρια υγειονομικού χαρακτήρα αλλά και ιδιωτικές κατοικίες. Ενώ η πολυκατοικία Λογοθετόπουλου, πρώτη συστηματική «αστική πολυκατοικία», οικοδομείται στις αρχές της δεκαετίας του 1930 από τον Κυπριανό Μπίρη και παρουσιάζεται ως πρώιμο δείγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής.
ΑΣΤΥΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Στη μεταπολεμική Ελλάδα, η εποχή της ανασυγκρότησης χαρακτηρίζεται από το κύμα αστυφιλίας, οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 χαρακτηρίζονται από τη μαζική οικοδόμηση της μοντέρνας πόλης, από την τουριστική ανάπτυξη και το πρόγραμμα των «Ξενία» από τον ΕΟΤ, όπως και από άλλα ιδιωτικά και δημόσια έργα που αφορούν την εκπαίδευση και τον πολιτισμό: Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών του Κωνσταντίνου Δοξιάδη (1965-1968), Ωδείο Αθηνών του Ιωάννη Δεσποτόπουλου (1969-1976), Αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής (1968-1976) του Αρη Κωνσταντινίδη.
Προς το τέλος του 20ού αιώνα η μεταμοντέρνα έκφραση της αρχιτεκτονικής με τον πολύπλοκο σχεδιασμό και με την επαναπροσέγγιση της παράδοσης προσθέτει στον κατάλογο της ελληνικής αρχιτεκτονικής πληθώρα εικονογραφικών έργων: το κτίριο της Ιονικής Τράπεζας στη Ρόδο (1983) των Σουζάνας και Δημήτρη Αντωνακάκη, την προσθήκη στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του ΑΠΘ (1995-99) από την ομάδα του Αναστάσιου Μ. Κωτσιόπουλου, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (1989-1993) του Κυριάκου Κρόκου, το Σπίτι των Ανέμων (1993-1997) της Αγνής Κουβελά-Παναγιωτάτου στη Σαντορίνη.
Στον 21ο αιώνα μετά την προετοιμασία των ολυμπιακών εγκαταστάσεων οι αρχιτεκτονικές κατασκευές εστιάζουν στις βιοκλιματικές παραμέτρους και σε διεθνή ρεύματα μικρότερης ή μεγαλύτερης επιδραστικότητας. Σε αυτή τη νέα εποχή δείχνει η νέα πρόσοψη του Πύργου Πειραιά (2022-2024) από το γραφείο PILA υπογραμμίζοντας το τοπόσημο ως στρατηγική βιωσιμότητας.
Ολύμπιον Μέγαρον, Θεσσαλονίκη, 1948-1950
Σχεδιάστηκε από τον πολιτικό μηχανικό Ζακ Μωσσέ ο οποίος ακολουθεί τις επιβεβλημένες όψεις που έχουν οριστεί από το πολεοδομικό σχέδιο Εμπράρ. Είναι το πρώτο κτίριο που εγείρεται στην πλατεία Αριστοτέλους και η καμπυλότητα της πρόσοψής του αποτελεί σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης. Το 1967 σημειώνεται ένας από τους πιο σημαντικούς μετασχηματισμούς-καινοτομία της εποχής: στην ταράτσα του Ολύμπιον δημιουργείται η θεατρική «Αίθουσα Χατζώκου», η πρώτη αίθουσα με συρόμενη οροφή. Το κτίριο παραχωρείται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και από τον Οκτώβριο του 1998 αποτελεί την έδρα του Φεστιβάλ και έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο νεότερο μνημείο.
Κολυμβητήριο Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, Πειραιάς, 1958-1959
Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Φατούρος με την πρότασή του δείχνει τι σημαίνει εγκιβωτισμένο νερό και εγκιβωτισμένη περιοχή μέσα στο νερό. Ενα ερέθισμα σύνθεσης ήταν ότι λόγω κλίσης του εδάφους το κολυμβητήριο βλέπει από τη μία πλευρά του τη θάλασσα και κατά μήκος αυτής της πλευράς σχεδιάζεται μια τζαμαρία. Ετσι το φυσικό νερό είναι παρόν, ενώ το φυσικό φως αντανακλάται επάνω στο εγκιβωτισμένο νερό. Και οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις κλιματισμού κα αερισμού έχουν σχεδιαστεί ώστε να έχουν μια εικαστική κατάληξη. Εχει χαρακτηριστεί διατηρητέο νεότερο μνημείο.
Κατοικίες στο Καβούρι (A), 2007-2011
Στην επίπεδη επιφάνεια ενός πευκόφυτου λόφου, σε ένα τυπικό μεσογειακό τοπίο, προτείνεται η δημιουργία σκιάς καθώς και τρία πλαίσια από σκυρόδεμα τα οποία οργανώνουν τη θέα προς τη θάλασσα. Οι αρχιτέκτονες Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέας Κούρκουλας χρησιμοποιούν ανεπίχριστο σκυρόδεμα, σοβά, ξύλο και αλουμίνιο κατά το δυνατόν πιο κοντά στη φυσική τους μορφή διατηρώντας τις ποιότητές τους.
Κέντρο Φυσικής Πλάσματος και Laser (CPPL), Τρία Μοναστήρια, Ρέθυμνο, 2014-2016
Το γραφείο sparch των Ρένας Σακελλαρίδου, Μόρφως Παπανικολάου αντιμετώπισε αρχιτεκτονικά την απαίτηση για μείωση των εξωτερικά διεγειρόμενων κραδασμών που προκαλούσαν τα λέιζερ υψηλής τεχνολογίας που στεγάζει το ερευνητικό κέντρο στα περίχωρα του Ρεθύμνου. Ελαβαν υπόψη την τεχνολογική διάσταση του κτιρίου και τον διάλογό του με το βραχώδες και επικλινές μεσογειακό τοπίο και τον ανοιχτό προς τη θάλασσα ορίζοντα. Το κτίριο ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αρχιτεκτονικής ΕΙΑ 2017.
Σουηδικό Σπίτι, Καβάλα, 1936
Το σπίτι χτίζεται από τον Παναγή Μανουηλίδη σε ένα ύψωμα μακριά από το λιμάνι. Μια βεράντα με στρογγυλές κολόνες προσφέρει ημιυπαίθριο χώρο και θέα προς τη θάλασσα και τον κήπο. Στο πνεύμα του μοντέρνου κινήματος ο εξοπλισμός και τα έπιπλα του Σπιτιού σχεδιάζονται από τον σουηδό σχεδιαστή Axel Einar Hjort. Το 1976 δωρίζεται στο Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών ως χώρος έρευνας για καλλιτεχνική και λογοτεχνική δραστηριότητα. Πρόκειται για διατηρητέο μνημείο της σχολής Bauhaus εκφράζοντας τις αρχιτεκτονικές τάσεις της εποχής του Μεσοπολέμου.
Comments are closed.