- Advertisement -
Υπάρχει κάτι σ΄ αυτό το έργο, ένα στοιχείο, εξαρχής σχεδόν, που επιβάλλει την παρουσία του με κάθε τρόπο: είναι αυτή η νοσηρότητα που διαπερνά τα πρόσωπα και τους χώρους, τις σχέσεις των ηρώων και τους τόπους. Στο «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» («Suddenly last summer», 1958) του Τενεσί Ουίλιαμς (Tennessee Williams, 1911-1983), όλοι και όλα βρίσκονται κάτω από μια αδιόρατη απειλή, μια αβέβαιη συνθήκη.
Στο επίκεντρο η σχέση μάνας – γιου, μια σχέση εξαρτημένη, νοσηρή, προφανώς, καταπιεστική και λανθάνουσα. Οι δυο τους ταξίδευαν κάθε χρόνο μαζί. «Η Βάιολετ και ο Σεμπάστιαν, ο Σεμπάστιαν και η Βάιολετ, έλεγαν όλοι, και όχι μητέρα και γιος», υπερηφανεύεται η Βάιολετ Βέναμπλ, κρύβοντας όλα όσα θέλει να κρύψει. Με πρώτη την ομοφυλοφιλία του γιου της, αλλά κι αυτή τη σχεδόν ζωώδη διάθεσή του προς τα άγρια φαινόμενα της φύσης και των ανθρώπων. Ποιητής και λάτρης των εξωτικών φυτών που καλλιεργούσε στον κήπο του, ο Σεμπάστιαν στο τελευταίο του ταξίδι δεν συνοδεύτηκε από τη μητέρα του αλλά από την εξαδέλφη του, την Κάθριν. Και δεν επέστρεψε ποτέ. Τον κατασπάραξε ένας όχλος αγριεμένων αδελφών. Τώρα το μόνο που επιδιώκει η Βάιολετ είναι να σταματήσει η Κάθριν να λέει πώς πέθανε ο γιος της. Ο γιατρός Κούκροβιτς καλείται να τη βοηθήσει σ΄ αυτό – να της κάνει λοβοτομή ώστε «να ξεριζωθεί αυτή η χυδαία ιστορία από το μυαλό της».
Το «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» ανέβηκε για πρώτη φορά το 1958 στο off Μπρόντγουεϊ και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Εναν χρόνο μετά (1959), μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Τζόζεφ Μάνκεβιτς, με τους Κάθριν Χέπμπορν, Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Μοντγκόμερι Κλιφτ. Εργο παγκόσμιας αναγνώρισης, ανεβαίνει συχνά και στη χώρα μας.
Η Λίλλυ Μελεμέ, έχοντας στα χέρια της τη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, στάθηκε απέναντι στο έργο με τη διάθεση να αγγίξει τις χορδές του – από τις πιο σκληρές στις πιο ευαίσθητες. Εφτιαξε ένα περιβάλλον με εξωτικά χαρακτηριστικά, δημιούργησε την αίσθηση ενός ασφυκτικά γεμάτου κήπου – χωρίς λουλούδια –, φώτισε τους ήρωες κι άφησε μια ρωγμή για να περάσει μέσα η απειλή. Μια ρωγμή που ίσως έπρεπε να είναι μεγαλύτερη, πιο σκοτεινή. Ωστόσο οι ερμηνείες των ηθοποιών τη γέμισαν, την εμπλούτισαν με τις αντιθέσεις τους και κατάφεραν στο τέλος να αφήσουν το αποτύπωμα μιας αμφιβολίας. Κι αυτό λειτούργησε υπέρ της παράστασης.
Οι ερμηνείες
Η Kυρία Βέναμπλ της Φιλαρέτης Κομνηνού ενσωματώνει την ηρωίδα της με τρόπο βαθύ και ουσιαστικό: είναι η σατανική γυναίκα που επιδιώκει σχεδόν κυνικά να απαλλαγεί από την ανιψιά της, και παράλληλα η αφοσιωμένη μάνα που για να προστατεύσει τον γιο της είναι ικανή για όλα. Εγκλωβισμένη μέσα στο γλυπτό – κοστούμι της, εγκλωβίζεται τελικά και μέσα στο (σκηνικό) κλουβί της. Με το βλέμμα και τις κινήσεις της διατηρεί την απειλή.
Η Aναστασία Παντούση αποδίδει την Κάθριν με πίστη και πάθος, δίνοντας στη σκηνική της υπόσταση τον ενθουσιασμό και τον φόβο που εμπεριέχει η ηρωίδα της. Ο Δημήτρης Τσίκλης στον ρόλο του γιατρού Τζoν Κούκροβιτς καταθέτει μια μεστή ερμηνεία, που επιβεβαιώνει την εξέλιξη της θεατρικής του πορείας – την ίδια εξέλιξη σημειώνει συστηματικά και η Παντούση. Η Λίλλυ Μελεμέ στον ρόλο της μητέρας τής Κάθριν και ο Πάρης Λεόντιος, αδελφός της, συμπληρώνουν τη διανομή στους ρόλους της Κυρίας Χόλι και του Τζορτζ.
Ερχεται «Το γάλα»
Ενα από τα έργα που έχουν αφήσει το σημάδι τους στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο τόσο με τη δραματουργική του υπόσταση όσο και με την επιτυχία που σημείωσε το πρώτο του ανέβασμα είναι «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη. Γραμμένο το 2003, μεταφέρθηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου – Θέατρο Χώρα, το 2006 από τον Νίκο Μαστοράκη, δημιουργώντας μια σκηνική έκρηξη, με συνεχή sold-out και βραβεία. Τους τέσσερις ρόλους είχαν αναλάβει τότε η Μάνια Παπαδημητρίου – μάνα, ο Κωνσταντίνος Παπαχρόνης – Λευτέρης, ο Γιάννος Περλέγκας – Αντώνης (τον αντικατέστησε ο Πέτρος Λαγούτης τη δεύτερη χρονιά) κι η Μαρία Παπαστεφανάκη – Νατάσσα. Τη διετία (2006 – 2008) του Εθνικού ακολούθησε μία πενταετία στο θέατρο Μεταξουργείο της Αννας Βαγενά (2008 – 2013).
Δέκα χρόνια μετά και 15 από τον απρόσμενο θάνατο του 31χρονου Κωνσταντίνου Παπαχρόνη (2 Δεκεμβρίου 2008) που είχε ταυτιστεί με τον ρόλο του Λευτέρη – ήταν και ο πρώτος που τον ερμήνευσε – «Το γάλα» ξανάρχεται. Κι έχει ενδιαφέρον αυτή η επιστροφή, γιατί μόνο η σκηνή είναι αυτή που μπορεί να δώσει ζωή σ’ ένα έργο και να το συστήσει στο σημερινό κοινό.
Αυτή τη φορά είναι το Θέατρο Σταθμός που το περιέλαβε το ρπερτόριό του και θα το επαναφέρει στη σκηνή, επιβεβαιώνοντας την πάγια πολιτική του να δίνει προβάδισμα στο ελληνικό έργο – καινούργιο ή ήδη δοκιμασμένο. Ο Μάνος Καρατζογιάννης αναλαμβάνει τον ρόλο του Λευτέρη ενώ υπογράφει και τη σκηνοθεσία μαζί με την Ερμίνα Κυριαζή. Τη διανομή αποτελούν η Στέλλα Γκίκα, Μάνα, ο Δημήτρης Πασσάς, Αντώνης και η Ελένη Σακκά, Νατάσσα.
Με θέμα την προσπάθεια ενσωμάτωσης μιας οικογένειας προσφύγων στην Ελλάδα – η μάνα με τους δύο γιους της αφού ο πατέρας έχει ήδη πεθάνει – το έργο του Κατσικονούρη διαχειρίζεται παράλληλα μια σειρά από ανοιχτά θέματα της παγκόσμιας κοινωνίας. Με τρόπο καίριο και ουσιαστικό εντάσσει λεπτές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, ευαισθησίες, σχέσεις αλλά και νοσηρές καταστάσεις, ενώ η οικογένεια, σαν την κοινωνία, αντιμετωπίζει τον δικό της εμφύλιο. Γιατί στο «Γάλα» ξένος δεν είναι μόνο εκείνος που έρχεται από άλλη πατρίδα αλλά κι εκείνος που νιώθει παντού άπατρις, ακόμα και μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Στον Σταθμό από 18/11.
Comments are closed.